- προοδεύω
- ΝΜΑ [πρόοδος]οδεύω, βαδίζω προς τα εμπρός, προχωρώνεοελλ.1. προάγομαι, αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι προς το καλύτερο, προκόβω (α. «οι ανθρωπιστικές επιστήμες δεν προοδεύουν ανάλογα με τις θετικές» β. «τα παιδιά του προόδευσαν στα γράμματα»)2. (με κακή σημ.) οπισθοδρομώ, χειροτερεύω («στα στήθη η θλίψη σιγηλά, χαλνά και προοδεύει», Βιζυην.)μσν.1. (για τους νεκρούς) έχω αποχωρήσει πρώτα2. (η μτχ. ουδ. παθ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ προωδευμένααυτά που έχει περάσει κανείς, όσα έχει υποστείμσν.-αρχ.προηγούμαι σε πορεία, προπορεύομαι (α. «ἠκολούθει τοῑς τῶν προωδευκότων ἴχνεσι», Λουκ.β) «πῇ μὲν οὐραγῶν, πῇ δὲ προοδεύων», Λέων Διάκ.)αρχ.εκπορεύομαι εκπηγάζω.
Dictionary of Greek. 2013.